- φουλάρω
- Ν1. γεμίζω, είμαι γεμάτος2. γεμίζω τελείως κάτι («φουλάρω το ντεπόζιτο»)3. τρέχω όσο γίνεται πιο γρήγορα4. καταβάλλω τη μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < φουλ + κατάλ. -άρω*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φουλάρω — (λ. αγγλ.), φουλάρισα, φουλαρισμένος 1. μτβ. και αμτβ., γεμίζω τελείως, είμαι γεμάτος ως επάνω, κάνω κάτι πλήρες: Φουλάρω το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου με βενζίνη. – Το δοχείο πετρελαίου φουλάρισε. 2. πηγαίνω πολύ γρήγορα, τρέχω πάρα πολύ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντεκουπαριστός — ή, ό (φωτογρ. τυπογρ.) (σχετικά με εικόνα ή τμήμα της) αυτός που έχει αποχωριστεί από το φόντο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντεκουπάρω, κατά τα επίθ. σε ιστός από ρ. σε ίζω (πρβλ. φουλάρω: φουλαριστός)] … Dictionary of Greek
φουλαριστός — ή, ό, Ν 1. με όλη τη δύναμη, με όλη τη δυνατή ταχύτητα («έτρεχε φουλαριστός») 2. υπερπλήρης, γεμάτος ώς επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουλάρω + κατάλ. ιστός τών ρηματ. επιθ. από ρ. σε ίζω (πρβλ. λαχταρ ιστός)] … Dictionary of Greek